- πλαστιλίνη
- και πλαστελίνη, η, Ν1. (χημ.-τεχνολ.) εύπλαστο υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή προπλασμάτων2. ευμάλακτη ύλη, χρωματισμένη κατάλληλα, που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να πλάθουν διάφορα ομοιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plastiline/plasteline < Plastilina, εμπορική ονομασία].
Dictionary of Greek. 2013.